καλάβριος

καλάβριος
-α, -ο
γεωλ.
1. φρ. «καλάβρια βαθμίδα» — η κατώτερη στρωματογραφική βαθμίδα τού Πλειστοκαίνου που η αρχή της τοποθετείται πριν από 2 περίπου εκατομμύρια χρόνια και που αντιπροσωπεύει θαλάσσια φάση
2. το ουδ. ως ουσ. το καλάβριο
η καλάβρια βαθμίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. Calabrian (stage) < Calabria «Καλαβρία» (περιοχή τής Ιταλίας)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καλάβριο — το γεωλ. βλ. καλάβριος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”